- σαμψούχινος
- σαμψούχ-ῐνος, η, ον,A of marjoram, Dsc.1.48, Gal.6.291, Aët.4.42. (Written -ψιχ- in Aët. l.c., cf. sq.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμψούχινος — και, δ. γρφ., σαμψύχινος, ίνη, ον, Α παρασκευασμένος με σάμψουχον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμψουχον / σάμψυχον + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σαμψούχινον — σαμψούχινος of marjoram masc acc sg σαμψούχινος of marjoram neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίνου — σαμψούχινος of marjoram masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμψουχίνῳ — σαμψούχινος of marjoram masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)